γαμβροκτόνος
English (LSJ)
ον, bridegroom-slaying, Lyc.161.
Spanish (DGE)
-ον
asesino de yernos, e.e., de pretendientes de la hija dicho de Enomao, Lyc.161, de su carrera δρόμος Οἰνομάου γ. Nonn.D.19.153, cf. Eust.776.8, de su lanza γαμβροκτόνον ἔγχος ἀείρων Nonn.D.48.219.
German (Pape)
[Seite 472] den Bräutigam tödtend, Lycophr. 161; Nonn. D. 19, 151.
Greek (Liddell-Scott)
γαμβροκτόνος: -ον, ὁ τὸν γαμβρὸν φονεύων, Λυκ. 161.
Greek Monolingual
γαμβροκτόνος, -ον (AM)
αυτός που σκοτώνει τον γαμπρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαμβρός + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος κ.λπ.)].