ἀδαημονία

Revision as of 12:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ep. ἀδαημονίη, ἡ, ignorance, inexperience, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).

Spanish (DGE)

(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ
ignorancia, falta de experiencia c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον Od.24.244.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) : ἀδαημονίη: ignorance, inexpérience.
Étymologie: ἀδαήμων.

Greek Monotonic

ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀδαήμων
ignorance or unskilfulness in doing, c. inf., Od.

English (Autenrieth)

want of knowledge, Od. 24.244†.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰημονίη:незнание, неумение, неопытность (ποιεῖν τι Hom.).