ἀμαρεύω

Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

(ἀμάρα) flow off, Aristaenet. 1.17.

Spanish (DGE)

hacer fluir, canalizar ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους Aristaenet.1.17.5, δακρύων ῥοήν Eust.1609.32, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαρεύω: (ἀμάρα) φέρω τὸ ὕδωρ δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, διοχετεύω, ἀρδεύωἐκρέω, «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀμαρεύω (Α)
1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω
2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα.