ἀμάρευμα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάρευμα Medium diacritics: ἀμάρευμα Low diacritics: αμάρευμα Capitals: ΑΜΑΡΕΥΜΑ
Transliteration A: amáreuma Transliteration B: amareuma Transliteration C: amarevma Beta Code: a)ma/reuma

English (LSJ)

-ατος, τό, foul water carried off by drain (ἀθροίσματα βορβόρου), Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 agua de cloaca Hsch.
2 fig. suciedad, obscenidad τῆς γλώσσης Gr.Naz.M.36.265C, 37.1559A, cf. Leont.Byz.M.86.1376D.

German (Pape)

[Seite 116] τό, abgeleitetes Schmutzwasser, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάρευμα: -ατος, τό, τὸ ἀκάθαρτον ὕδωρ τῶν ὀχετῶν, «ἄθροισμα βορβόρου», Ἡσύχ.: μεταφ. παρὰ Γρηγ. Ναζ. 1. 464D.

Greek Monolingual

ἀμάρευμα, το (Α) ἀμαρεύω
(και μτφ.) το ακάθαρτο νερό τών οχετών, βούρκος, βόρβορος
2. οχετός λόγων, αισχρολογίες.