ἀνεπιτήδευτος

Revision as of 13:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, A made without care or design, artless, D.H. Comp.22, cf. 25, Onos.10.3, Luc.Hist.Conscr.44. Adv. -τως Phld. Rh.1.156 S., D.H.Lys.8, Luc.Pisc.12. II unpractised, untried, οὐδέν ἀμίμητον οὐδ' ἀ. Plu.Alc.23. Adv. -τως, γλώττης οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA7.27.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no practicado οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον Plu.Alc.23.
2 carente de práctica εἰς τέχνην Hsch.
3 subst. τὸ ἀ. descuido, falta de artificio o afectación en lit., D.H.Comp.97.11, 130.1, Luc.Hist.Cons.44, Syrian.in Hermog.1 p.12.5, en la conducta, M.Ant.7.60.
II adv. -ως
1 sin práctica γλώττης τε οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA 7.27.
2 sin arte o artificio ἀσ[ά] φεια γίνεται ... ἀ. Phld.Rh.1.156, ἀ. καὶ οὐ κατὰ τέχνην D.H.Lys.8, λέγεται D.H.Is.7, ἀ. περιστέλλουσα Luc.Pisc.12.

German (Pape)

[Seite 225] ungekünstelt, ungesucht, Luc. Hist. scrib. 44; καὶ ἀφελές D. Hal. C. V. 22; – nicht durch Kunst zu erreichen, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιτηδεύσεως, ἁπλοῦς, ἀπροσποίητος, ἀφελής, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait sans soin ou sans art;
2 à quoi l'on ne peut s'appliquer, qu’on ne peut entreprendre.
Étymologie: , ἐπιτηδεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιτήδευτος, -ον)
ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός
αρχ.
μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδευτος: -ον (ἐπιτηδεύω),
I. φτιαγμένος χωρίς φροντίδα ή σχέδιο, απλός, άτεχνος, σε Λουκ.
II. αδοκίμαστος, άπειρος, μη εξασκημένος, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτήδευτος:
1) безыскуственный, естественный (sc. λόγοι Luc.);
2) не приобретаемый искусственно: Ἀλκιβιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ᾽ ἀνεπιτήδευτον Plut. Алкивиад всему подражал и все усваивал.

Middle Liddell

ἐπιτηδεύω
I. made without care or design, simple, artless, Luc.
II. unpractised, untried, Plut.