ἀρχέκακος

Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.

Spanish (DGE)

(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
subst. τὸ ἀρχέκακον causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
de pers. ὁ ἀ. Porph.Chr.49.22
simpl. causante de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.

German (Pape)

[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.

English (Autenrieth)

beginning mischief, Il. 5.63†.

Greek Monolingual

ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.

Greek Monotonic

ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέκᾰκος: являющийся источником бедствий Hom., Plut.

Middle Liddell

κακόν
beginning mischief, Il.