ἐναπόληψις

Revision as of 15:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A intercepting, catching, retention, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, Thphr.CP2.9.3, Dsc.Eup. 1.62. 2 being caught up, involved in, τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep. 1p.28U.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), Eup.1.62, Diog.Oen.98.10
1 cien. interceptación, captura, retención de elementos o sustancias, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.CP 2.9.3, cf. Ign.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.
2 retención, acumulación σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c
medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos patológicas, Dsc.Eup.l.c., cf. 2.151.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπόληψις: -εως, ἡ, περίκλεισις, κράτησις ἐντός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.

Greek Monolingual

ἐναπόληψις, η (AM)
η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι
αρχ.
μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐναπόληψις: εως ἡ захватывание, перехватывание, задержка (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.).