Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐναπόληψις

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπόληψις Medium diacritics: ἐναπόληψις Low diacritics: εναπόληψις Capitals: ΕΝΑΠΟΛΗΨΙΣ
Transliteration A: enapólēpsis Transliteration B: enapolēpsis Transliteration C: enapolipsis Beta Code: e)napo/lhyis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A intercepting, catching, retention, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, Thphr. CP 2.9.3, Dsc.Eup. 1.62.
2 being caught up, involved in, τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep. 1p.28U.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), Eup.1.62, Diog.Oen.98.10
1 cien. interceptación, captura, retención de elementos o sustancias, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.CP 2.9.3, cf. Ign.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.
2 retención, acumulación σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c
medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos patológicas, Dsc.Eup.l.c., cf. 2.151.2.

Russian (Dvoretsky)

ἐναπόληψις: εως ἡ захватывание, перехватывание, задержка (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπόληψις: -εως, ἡ, περίκλεισις, κράτησις ἐντός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.

Greek Monolingual

ἐναπόληψις, η (AM)
η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι
αρχ.
μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).