ἐντρέχεια
English (LSJ)
ἡ, A skill, aptitude, Corn.ND18, M.Ant.1.8, Vett. Val.61.15, S.E.M.1.141, etc.; ἐ. φυσική Gal.14.213, cf.306: in plural, ἐ. τῶν ζῴων instincts, Antig.Mir.26, cf. 60: so generally, instinct, Anon.Lond.1.24. b concrete, an industry, Str.17.1.15.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 habilidad, destreza física o intelectual ἡ γὰρ ἡμετέρα ἐ. ref. la de Prometeo, Corn.ND 18, cf. 20, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ ἐ. ἡ περὶ τὸ παραδιδόναι τὰ θεωρήματα M.Ant.1.8, cf. Vett.Val.60.3, ἡ μὲν γὰρ ὁμιλητικὴ οὐκ ἀπὸ γραμματικῆς περιγίνεσθαι πέφυκεν, ἀλλ' ἀπὸ κοινῆς τινος ἐντρεχείας el arte de conversar no se deriva naturalmente de la gramática, sino de una cierta destreza general S.E.M.1.295, ἡ ... τῶν γραμματικῶν ἐ. S.E.M.1.141, en la argumentación, Marin.Procl.9, ἡ φυσικὴ ἐ. Gal.14.213, cf. 306, αἱ ἐντρέχειαι τῶν ζῴων las habilidades naturales de los animales, e.e., los instintos Antig.Mir.26, cf. 60.
2 experiencia, pericia, diligencia ἡ Ἰουδαϊκὴ ἐ. en el cultivo de la palmera, Str.17.1.15
•como tít. honorífico gener. aplicado a funcionarios locales de pueblos o distritos ἡ σὴ ἐ. POxy.3350.6 (IV d.C.), PNepheros 20.10 (IV d.C.), PLugd.Bat.13.13.5 (V d.C.), ἡ ὑμῶν ἐ. SB 15970.10 (V d.C.), PMasp.92.12 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, das Bewandertsein, Klugheit, auch Sorgfalt, sollertia; Strab. XVII p. 800; Schol. Il. 22, 247 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρέχεια: ἡ, δεξιότης, ἀγχίνοια, ἐπιμέλεια, Λατ. solentia, Στράβ. 800, Μ. Ἀντων. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
diligence, habileté.
Étymologie: ἐντρεχής.
Greek Monolingual
ἐντρέχεια, η (AM)
1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι
2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα
3. γεν. ένστικτο
4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», Στράβ.).