ἄχομαι

Revision as of 16:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

v. ἀχεύω, ἀχέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. ἀκάχομαι Q.S.3.224
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [aor. ind. ἀκαχόμην Il.13.344, Od.16.342, Q.S.5.652, act. ἤκαχε Il.16.822, Od.16.427, Nonn.D.8.79, part. ἀκαχών Hes.Th.868]
1 intr. estar afligido, dolido por la pena o la ira νῦν δ' ἄχομαι Od.18.256, 19.129, cf. Il.13.344, Od.16.342, Q.S.5.652, ἄχομαι θυμόν Lyr.Adesp.6.7, c. especif. de la causa, en gen. τῶν κε μάλ' ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνεώτων Il.16.16, en dat. ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ' ὧδ' ἀκαχοίμην Od.1.236, en part. pred. del suj. οὕτω καὶ νύμφα δμαθεῖσ' ἀκάχοιτο Theoc.8.91
irritarse de las abejas αἳ δ' ἀκάχονται καπνοῦ ὑπὸ ῥιπῆς Q.S.3.224
tb. en v. act. θυμῷ ἀκαχών Hes.Th.868.
2 tr. causar daño, dolor, preocupación μέγα δ' ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν Il.16.822, cf. Od.16.427, ἥ ἑ μάλιστα ἤκαχ' ἀποφθιμένη Od.15.357, ἤκαχες Ἀπόλλωνα Nonn.D.8.79.
3 ἄχεται· στυγεῖ. μέμφεται Hsch. (prob. por ἀπέχθεται).

German (Pape)

[Seite 419] trauern, betrübt sein, Hom. zweimal, νῦν δ' ἄχομαι Versanfang Odyss. 18, 256. 19, 129.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχομαι: ἴδε ἀχεύω, ἀχέω.

French (Bailly abrégé)

Moy.
ao.2 ἀκαχόμηνopt. ἀκαχοίμην, pf. ἀχάχημαι au sens d'un prés. > inf. et part. avec l'accent d'un prés. ἀκάχησθαι, ἀκαχήμενος ; autre pf. en ἀκη- : ind. 3ᵉ pl. ἀκηχέδαται (p. *ἀκήχηνται), part. ἀκηχέμενος ; pqp. 3ᵉ pl. ἀκαχείατο (ou ἀκαχήατο);
être affligé, s'affliger.
Étymologie: ἄχω.

English (Autenrieth)

= ἄχνυμαι, Od. 18.256 and Od. 19.129.

Greek Monolingual

ἄχομαι (Α)
βλ. αχέω (Ι).

Greek Monotonic

ἄχομαι: βλ. ἀχεύω, ἀχέω II. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἄχομαι: (ᾰχ) (только praes.) Hom. = ἄχνυμαι.