ἀκαχήατο

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

French (Bailly abrégé)

v. *ἄχω.

Greek Monotonic

ἀκᾰχήᾰτο: ή -είᾰτο, Επικ. αντί -ηντο, γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἀχέω.