crooked
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. σκολιός (Plat.).
Bent: P. and V. καμπύλος (Plat.), V. κάμπιμος, στρεπτός.
Arched: V. κυρτός.
Deceitful: P. and V. ποικίλος, P. σκολιός (Plat.), V. ἑλικτός, πλάγιος.
Distorted: V. διάστροφος.
Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, V. ἀσύνετος, ἄσημος, ἀξύμβλητος.
Having crooked thoughts, never honest but tortuous every way: V. ἑλικτὰ κουδὲν ὑγιὲς ἀλλὰ πᾶν πέριξ φρονοῦντες (Eur., And. 448).
With crooked talons, adj.: V. γαμψῶνυξ.