θηροκτόνος

Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, killing wild beasts, epithet of Heracles, IG5(2).91 (Tegea); of Artemis, E.IA1570, Corn.ND3, Porph.Abst.1.22; ἐν φοναῖς θ. in the chase, E.Hel.154.

German (Pape)

[Seite 1210] Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, κτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

θηροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία· ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους, Συλλ. Ἐπιγρ. 1531· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. ἐν κυνηγίῳ, Εὐρ. Ἑλ. 154.

Spanish

matador de fieras

Greek Monolingual

θηροκτόνος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα
2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο κυνήγι, Ευριπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλοκτόνος, τυραννοκτόνος.

Greek Monotonic

θηροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. στο κυνήγι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηροκτόνος: убивающий диких животных: φοναί θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.

Middle Liddell

θηρο-κτόνος, ον κτείνω
killing wild beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the chase, Eur.