δάσκιος

Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (δα-, δκιά) thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.

Spanish (DGE)

-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: da-zo (?).
• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.

German (Pape)

[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.

Greek (Liddell-Scott)

δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.

English (Autenrieth)

(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.

English (Slater)

δάσκιος
1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.

Greek Monolingual

δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιάδάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.

Greek Monotonic

δάσκιος: -ον (δα-, σκιά), αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός, θαμνώδης, πυκνός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη γενειάδα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσκιος -ον [δα-, σκιά] schaduwrijk:; δάσκιος ὕλη een schaduwrijk bos Od. 5.470; overdr.:; δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι donker en duister strekken de wegen van zijn geest zich uit Aeschl. Suppl. 94; bosrijk:; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι in de bosrijke bergen Eur. Ba. 218; overdr.: δάσκιος γενειάς een weelderige baard Aeschl. Pers. 316.

Russian (Dvoretsky)

δάσκιος:
1) весьма тенистый, густо поросший (ὄρη Eur., Arph.);
2) очень густой (ὕλη Hom.; γενειάς Aesch., Soph.).

Middle Liddell

[δα-, σκιά
thick-shaded, bushy, Od., Eur.; of a beard, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

shady, thick, of hair