κλυτόκαρπος

Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

English (Slater)

κλῠτόκαρπος with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.

Middle Liddell

κλῠτό-καρπος, ον
glorious with fruit, Pind.