περιτείχισμα

Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5. 2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.

Greek Monotonic

περιτείχισμα: τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur.

Russian (Dvoretsky)

περιτείχισμα: ατος τό кольцевая стена, кольцо укреплений Thuc., Xen.

Middle Liddell

περιτείχισμα, ατος, τό,
a wall of circumvallation, Thuc.

English (Woodhouse)

circumvallation, blockading lines, lines of circumvallation