ἀλκαῖος

Revision as of 11:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

α, ον, (ἀλκή) strong, mighty, δόρυ E.Hel.1152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 99] kräftig, δόρυ Eur. Hel. 1152.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
robuste.
Étymologie: ἀλκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκαῖος: -α, -ον, (ἀλκὴ) ἰσχυρός, δυνατός, δόρυ, Εὐρ. Ἑλ. 1152 (λυρ.).

Greek Monolingual

ἀλκαῖος, -α, -ον (Α)
ισχυρός, δυνατός, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀλκαία.

Greek Monotonic

ἀλκαῖος: -α, -ον (ἀλκή), δυνατός, ισχυρός, μέγας, λεβέντης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκαῖος: крепкий, мощный (δόρυ Eur.).

Middle Liddell

ἀλκή
strong, mighty, Eur.