ἀνέορτος

Revision as of 12:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, without festival, Alciphr.3.49; ἑορταί ἀνέορτοι = festivals unkept, D.H.8.25, but, impious festivals, Ph.2.320: c. gen., ἀνέορτος ἱερῶν without share in festal rites, E.El.310.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que no participa en una fiesta ἀ. ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη E.El.310.
2 de celebraciones no festivo πάντα de una boda, Alciphr.3.13.3, cf. Gr.Naz.M.36.13A
no acompañado de diversiones ἑορταί D.H.8.25, cf. Ph.2.320.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄθυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fête :
1 non fêté;
2 exclu des fêtes ; en gén. exclu de, gén..
Étymologie: , ἑορτή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέορτος: -ον, ὁ ἄνευ ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., ἀνέορτος ἱρῶν, ἀμέτοχος ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.

Greek Monolingual

ἀνέορτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν συμμετέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις.

Greek Monotonic

ἀνέορτος: -ον (ἑορτή), αυτός που δεν έχει εορτή, με γεν., ἀν. ἱερῶν, χωρίς μερίδιο, χωρίς συμμετοχή στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέορτος: непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.

Middle Liddell

ἑορτή
without festival, c. gen., ἀν. ἱερῶν without share in festal rites, Eur.