ἀνταυγέω

Revision as of 12:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

reflect light, Hp.Carn.17, Arist.Pr.932a27, Chaerem.14; πρὸς Ὄλυμπον Emp.44; φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον = the sword flashes back murder, E.Or.1519; gleam, glitter, Eub.56.

Spanish (DGE)

1 c. dat. o πρός y ac. reflejarse en πρὸς Ὄλυμπον Emp.B 44, τούτῳ ... ἀνταυγεῖ τὸ φῶς Hp.Carn.17
abs. brillar el mar, Arist.Pr.932a27, cf. Eub.56
c. ac. int. fig. φάσγανον ... ἀνταυγεῖ φόνον la espada produce un brillo de muerte E.Or.1519.
2 c. ac. compl. dir. iluminar χρῶμα δ' ὄμμασιν λευκὸν μελαίνης ἔργον ἀντηύγει σκιᾶς su color, blanco a los ojos, iluminaba la obra de la negra sombra (de la noche), Chaerem.14.

German (Pape)

[Seite 245] = ἀνταυγάζω, Hippocr.; vgl. Eubul. Ath. XI, 471 d; Chaerem. ib. 608 b; φόνον Eur. Or. 1533, Schol. ἀντιλάμπει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἀντηύγουν;
réfléchir la lumière.
Étymologie: ἀνταυγής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταυγέω: ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· φάσγανον ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - λάμπω, στίλβω, μαρμαίρω, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.

Greek Monotonic

ἀνταυγέω: μέλ. -ήσω (αὐγή), αντανακλώ φως, φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον, αντανακλά πίσω τον φόνο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταυγέω: отражать свет; бросать отблеск, отсвечивать Arst., Plut.: φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον Eur. блеск меча грозит смертью.

Middle Liddell

αὐγή
to reflect light, φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον flashes back murder, Eur.