ἐλλιμενίζω
English (LSJ)
exact harbour-dues, Ar.Fr.455.
Spanish (DGE)
(ἐλλῐμενίζω)
• Grafía: graf. ἐνλ- Hsch.ε 3173
1 recaudar el impuesto portuario ἐλλιμενίζεις ἢ δεκατεύεις Ar.Fr.472, cf. Hsch.l.c.
2 entrar en puerto, fondear κατὰ πρόφασιν ἐμπορίας ἐλλιμενίζοντας D.C.Epit.8.9.5, δεὸν ἡμᾶς ἐ. Synes.Ep.5 (p.20), cf. Sch.Ar.Eq.1367a, Sch.Th.2.91, Sch.Aristid.Or.1.110, Sch.S.OT 423L.
•en v. med.-pas. resguardarse, ser acogido en el puerto las naves, fig. de desgracias encontrar alivio ποῖ ποτε παύσονται καὶ ἐλλιμενισθήσονται (οἱ πόνοι) Sch.A.Pr.178H.
3 encallar, embarrancar Sch.A.A.666a.
German (Pape)
[Seite 801] im Hafen sein, dahin kommen, Sp.; – den Hafenzoll einfordern, einnehmen, Ar. bei Poll. 9, 31.
French (Bailly abrégé)
1 intr. séjourner ou mouiller dans un port;
2 tr. percevoir le droit de séjour dans le port.
Étymologie: ἐν, λιμήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλῐμενίζω: εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.
Greek Monolingual
(AM ἐλλιμενίζω)
μσν.- νεοελλ.
οδηγώ πλοίο μέσα σε λιμάνι και το προσορμίζω
νεοελλ.
ελλιμενίζομαι
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
1. εισπράττω τον λιμενικό φόρο
2. (για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, αγκυροβολώ.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐλλῐμενίζω: взимать портовый сбор Arph.