ἐπεξευρίσκω

Revision as of 15:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.

German (Pape)

[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.

French (Bailly abrégé)

inventer en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐξευρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.

Greek Monolingual

ἐπεξευρίσκω (Α)
1. ανακαλύπτω, βρίσκω επί πλέον («ἀεί τι πρὸς ἀσφάλειαν ἐπεξευρίσκω»)
2. εφευρίσκω επίσης.

Greek Monotonic

ἐπεξευρίσκω: μέλ. -εξευρήσω, εφευρίσκω επιπλέον, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεξευρίσκω:
1) изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;
2) открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.).

Middle Liddell

fut. -εξευρήσω
to invent besides, Hdt.