παμπησία

Revision as of 21:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ἡ, (πέπαμαι) entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.

Russian (Dvoretsky)

παμπησία:полное обладание (κτημάτων Aesch.): ἥδε σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.

Greek Monolingual

παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].

Greek Monotonic

παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.

Middle Liddell

παμ-πησία, ἡ, πάομαι
entire possession, the full property, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

inheritance, property, full possession