προσαραρίσκω

Revision as of 00:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰρᾰρίσκω: (только part. pf. act. προσαρηρώς и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα
to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.