μακροφυής

Revision as of 14:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, with elongated bodies, Arist.PA696a6 (Comp.); of crops, tall, well-grown, PFlor.17.10 (iv A. D.).

Russian (Dvoretsky)

μακροφυής: разросшийся, большой, крупный (πτερύγια Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροφυής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα ἐπίμηκες, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13. 9.

Greek Monolingual

μακροφυής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς
2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής].