μακροφυής
From LSJ
οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
English (LSJ)
μακροφυές, with elongated bodies, Arist.PA696a6 (Comp.); of crops, tall, well-grown, PFlor.17.10 (iv A. D.).
German (Pape)
ές, lang gewachsen, Arist. part. an. 4.13 im comp.
Russian (Dvoretsky)
μακροφυής: разросшийся, большой, крупный (πτερύγια Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροφυής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα ἐπίμηκες, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13. 9.
Greek Monolingual
μακροφυής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς
2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής].