μυριόνταρχος

Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, = μυρίαρχος, A.Pers.314, f.l. ib.993 (lyr.); v. μυριοταγός.

German (Pape)

[Seite 219] = μυρίαρχος, Aesch. Pers. 306. 955.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μυριάρχης.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόνταρχος: ὁ Aesch. = μυρίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόνταρχος: ὁ, = μυρίαρχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 314· [αὐτόθ. 994, τὸ μυριόνταρχον εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὅπερ ἀπαιτεῖ μυριοταγόν, μυριάδαρχον, ἢ παρόμοιόν τινα τύπον, ἴδε Blomf.].

Greek Monolingual

μυριόνταρχος, ὁ (Α)
μυριάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου μυριοντάς, κατά το ἑκατόνταρχος.

Greek Monotonic

μῡριόνταρχος: ὁ, = μυρίαρχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῡριόνταρχος, ὁ, = μυρίαρχος, Aesch.]

English (Woodhouse)

captain of ten thousand, commander of ten thousand men