μυρίαρχος
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
English (LSJ)
ὁ, = μυριάρχης (commander of ten thousand men), X.Cyr. 3.3.11, etc.
German (Pape)
[Seite 219] zehntausend Mann befehligend, Xen. Cyr. 3, 3, 11 u. öfter, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. μυριάρχης.
Greek Monolingual
μυρίαρχος, ὁ (Α)
μυριάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ταξί-αρχος].
Russian (Dvoretsky)
μῡρίαρχος: ὁ мириарх (командир отряда в десять тысяч человек) Xen.