παμμάχος

Revision as of 15:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

παμμάχος: или πάμμᾰχος
1) готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым (θράσος Aesch.): κομιδῇ π. Plat. абсолютно всесторонний боец;
2) ожесточенный (ἀγών Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.

Greek Monotonic

παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Middle Liddell

πᾰμ-μάχος, ον, μάχομαι
fighting with all, Aesch.: esp. = παγκρατιαστής, ready for every kind of contest, Plat., Theocr.