ἀπαιτίζω

Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

= ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιτίζω: Hom. = ἀπαιτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.