ἀπολογητικός
English (LSJ)
ή, όν, suitable for defence, apologetic, Arist.Rh.Al.1421b10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. apologeticum Isid.Etym.6.8.6, Hieron.Ep.80.2
apologético, de defensa subst. como tít. de obras de autores cristianos ἀ. δεύτερος Ath.Al.Apol.Sec.tít., ἀ. εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα Gr.Naz.M.35.820A, cf. Isid.l.c., Hieron.l.c.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀπολογητικός: защитительный, оправдательный (λόγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀπολογίαν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀπολογητικός, -ή, -όν)
κατάλληλος για απολογία
νεοελλ.
1. σχετικός με την απολογία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική
ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας της και την αντίκρουση των αιτιάσεων και κατηγοριών εναντίον της.