ἐξαυγής

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, (αὐγή) dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.

Spanish (DGE)

-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.

German (Pape)

[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυγής: сияющий, блистающий (χιών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.

Greek Monolingual

ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξ-αυγής, ές adj αὐγή
dazzling white, Eur.