πάλλευκος
English (LSJ)
πάλλευκον, all-white, A.Eu.352 (lyr.); δέρη, πούς, E.Med.30, 1164:—written πάνλευκος, Orac. ap. Phleg.Fr.37 J. (restd. for ζάλευκος from Zos.2.6), Nonn. D. 7.218.
German (Pape)
[Seite 452] ganz weiß; Aesch. Eum. 352; δέρη, Eur. Med. 30; πούς, Her. 500; sp. D., στῆθος, Agath. 5 (V, 276); Nonn. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout blanc.
Étymologie: πᾶς, λευκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάλλευκος -ον [πᾶς, λευκός] spierwit, blank.
Russian (Dvoretsky)
πάλλευκος: совершенно белый, белоснежный (δέρη, πούς Eur.; στῆθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πάλλευκος: -ον, κατάλευκος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 352, Εὐρ. Μήδ. 30, 1164, κτλ.· - πάνλευκος, Νόνν. Διον. 7. 218, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α πάλλευκος και πάνλευκος, -ον)
ολόλευκος, κατάλευκος, κάτασπρος
νεοελλ.
μτφ. άμεμπτος, άσπιλος, ανεπίληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λευκός.
Greek Monotonic
πάλλευκος: -ον, ολοάσπρος, κατάλευκος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
πάλ-λευκος, ον,
all-white, Aesch., Eur.