ἱεροσυλία

Revision as of 21:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, = ἱεροσύλησις (temple-robbery, sacrilege), X. Ap. 25, SIG 1017.18 (Sinope, iii BC), etc. ; pl., Pl. R. 443a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσῡλία:ограбление храма, кража священной утвари Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Greek Monotonic

ἱεροσῡλία: ἡ, βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

ἱεροσῡλία, ἡ,
temple-robbery, sacrilege, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

robbing of temples