διαιτῶ

Revision as of 14:10, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιβάλλω δίαιτα, ζῶ μέ ἕναν ὁρισμένο τρόπο, κρίνω, ὁρίζω). Ἀπό τή λέξη δίαιτα.
Παράγωγα: διαίτημα (=τρόπος ζωῆς), ἐνδιαίτημα (=κατοικία), διαίτησις, διαιτητήριον, διαιτητέον, διαιτήσιμος, διαιτητής (=αὐτός πού κρίνει) διαιτητικός, διαιτησία.