διαιτήσιμος
From LSJ
English (LSJ)
διαιτήσιμον, of an arbiter, arbitral, belonging to an arbiter (διαιτητής), Is.Fr.153.
Spanish (DGE)
-ον arbitral s. cont., Is.Fr.155B.-S.
German (Pape)
[Seite 580] schiedsrichterlich, Is. bei Poll. 8, 64.
Russian (Dvoretsky)
διαιτήσιμος: третейский, посреднический Isae.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτήσιμος: -ον, ἀνήκων εἰς διαιτητήν, Ἰσαῖος παρὰ Πολυδ. Η΄, 64.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διαιτήσιμος, -ον)
(για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή του επιθ. από το ρ. διαιτώμαι (πρβλ. εφέσιμος) παρά η σύνδεσή του με τη λ. δίαιτα.