παραγεμίζω

Revision as of 10:18, 30 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

παραγεμίζω και παραγιομίζω
1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα»)
2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμισηπαραγεμίζω τα κολοκυθάκια»)
3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, προσθέτω περιττά στοιχεία
4. υπερπληρούμαι, ξεχειλίζω («παραγέμισε η στέρνα»).