ἐπικωλύω

Revision as of 13:00, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινά τι" to "τινά τι")

English (LSJ)

hinder, check, ἀλλήλους X.Oec.8.4; τίς . . μ' οὑπικωλύσων τάδε; S.Ph.1242; τὸ ἔργον IG7.3073.35 (Lebad.); τὸν ἐργώνην ib.45: abs., to be a hindrance, Th.6.17:—Pass., PPetr.3p.109 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 955] verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.

French (Bailly abrégé)

empêcher : τινά τι qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, κωλύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικωλύω: мешать, препятствовать: τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. здешние (т. е. греческие) дела не послужат препятствием; ἐ. ἀλλήλους Xen. мешать друг другу; τίς ἔσται μ᾽ οὑπικωλύσων (= ὁ ἐπικωλύσων με) τάδε; Soph. кто помешает мне в этом?

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικωλύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωλύω, παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Θουκ. 6. 17· ἀλλήλους Ξεν. Οἰκ. 8, 4· κωλύω εἴς τι, τίς ἔσται μ’οὑπικωλύσων τάδε; Σοφ. Φ. 1242.

Greek Monolingual

ἐπικωλύω (Α) κωλύω
παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.

Greek Monotonic

ἐπικωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω, κωλύω, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σε Σοφ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to hinder, check, Soph., Thuc.

English (Woodhouse)

prevent