ὕφος

Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, A = ὑφή, web, Pherecr.243, Eub.67.5 ( = 84.4, cf. ὑμήν), Str.10.1.6, Plu.2.396b; ἐριοῦν ὕ. Dsc.1.19; of a spider, Id.2.63; of a net, AP9.370 (Tib. Ill.). 2 metaph., τὸ τῶν λόγων ὕ. Longin.1.4, cf. Hermog. Inv.3.13; τὰς ποιήσεις οἷον ὕφη Phld.Po.5.11; of the text of an author, Gal.17(1).80; τὸ φυσικὸν ὕ. τοῦ ἀριθμοῦ the natural series of numbers, Nicom.Ar.1.9.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tissu ; particul. toile d’araignée ; filet;
2 texte d'un ouvrage.
Étymologie: ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὕφος: εος (ῠ) τό
1) ткань Plut.;
2) сеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφος: [ῠ], εος, τό, ὡς τὸ ὑφή, ὕφασμα, Φερεκράτ. ἐν Ἀδηλ. 59 (ἔνθα ἴδε Meineke), ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1, (πρβλ. ὑμήν), Στράβ. 446, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ἀράχνης, Διοσκ. 2. 68· ― ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 9. 370. 2) μεταφορ., τὸ ὕφος τῶν λόγων Λογγῖνος 1. 4, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3, 137· ― ἐπὶ τοῦ κειμένου συγγραφέως, Γαλην. τ. 9, σ. 250· τὸ σῶμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προφητείας Κλήμ. Ἀλ. 891.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
κυφός, σκυφτός.

German (Pape)

εος, τό, wie ὑφή, Gewebe; Plut. Pyth. or. 4; Ath. 147f.