λήρημα
English (LSJ)
ατος, τό, silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.
Russian (Dvoretsky)
λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
German (Pape)
τό, törichte Rede, Geschwätz, Plat. Gorg. 486c im plur.