λήρημα

Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ατος, τό, silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.

Russian (Dvoretsky)

λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λήρημα, ατος, τό, [from ληρέω
silly talk, nonsense, Plat.

German (Pape)

τό, törichte Rede, Geschwätz, Plat. Gorg. 486c im plur.