νεφελώδης

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ες, A cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a37; κόνις Polyaen.4.6.13. II clouded, of the eye, Gal.10.1019.

Russian (Dvoretsky)

νεφελώδης: Arst. = νεφελοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελώδης: -ες, πλήρης νεφελῶν, ὁ φέρων νεφέλας, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20.

Greek Monolingual

-ες (Α νεφελώδης, -ῶδες) νεφέλη
1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένοςνεφελώδης ουρανός»)
2. όμοιος με σύννεφονεφελώδης κονιορτός»)
νεοελλ.
μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)
αρχ.
(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει θολερότητα.

German (Pape)

ες, = νεφελοειδής; Arist. Probl. 26.20; Polyaen. 4.6.13.