ἀκρόδετος

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié par l'extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].

Greek Monotonic

ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.

Middle Liddell

bound at the end or top, Anth.

German (Pape)

δόνακες Phil. 22 (VI.5), oben angebunden.