ἀκρόδετος
English (LSJ)
ον, bound at end or top, AP6.5 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié par l'extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].
Greek Monotonic
Middle Liddell
bound at the end or top, Anth.
German (Pape)
δόνακες Phil. 22 (VI.5), oben angebunden.