συνεξιχνεύω

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).

Greek Monolingual

Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].

Greek Monotonic

συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.

Middle Liddell

fut. σω
to trace out along with, τί τινι Plut.

German (Pape)

mit od. zugleich ausspüren, Plut. Cic. 18.