συνεξιχνεύω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.
German (Pape)
mit od. zugleich ausspüren, Plut. Cic. 18.
Russian (Dvoretsky)
συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monotonic
συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.