ἀναρμοστία

Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

English (LSJ)

ἡ, discord, of musical sounds, Id.Phd.03c, 03e, al.: metaph., Dam.Pr.341.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, falta de armonía ἐν τᾷ ψυχᾷ Theag.1, φθείρεσθαι τὸ ἡρμοσμένον εἰς ἀναρμοστίαν ... τὴν ἀντικειμένην Arist.Ph.188b14, εἶναι ... ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν Plot.3.6.2, cf. Pl.Phd.93c, Ep.344d, Plu.2.746c, Ph.1.5, 2.296, Dam.Pr.341, Procl.in Alc.58, Meth.Symp.3.7.
2 discordancia musical ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a.

German (Pape)

[Seite 205] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Gegensatz von ἁρμονία, Plat. Phaed. 93 e; neben ἀῤῥυθμία Rep. III, 401 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d'accord, manque d'harmonie.
Étymologie: ἀνάρμοστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρμοστία:нескладность, неслаженность, нестройность Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρμοστία: ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ ἁρμονία, Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀναρμοστία) ανάρμοστος
1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος
2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία.

Greek Monotonic

ἀναρμοστία: ἡ, ασυμφωνία, παραφωνία, λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἀνάρμοστος.]
discord, of musical sounds, Plat.

English (Woodhouse)

musical