ἀρρυθμία
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ἡ, want of rhythm or proportion, Pl.R. 401a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρυσμίη Hsch.
ausencia de ritmo regular o proporción, arritmia ἀ. καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a, μετὰ ἀρρυθμίας τε καὶ ἀχαριστίας Pl.R.411e, δι' ἀρρυθμίαν τοῦ σχήματος D.61.12, τοῦ μήκους ἡ ἀ. Luc.Salt.27, ἀσυμφωνία καὶ ἀ. Meth.Porph.1.9, cf. Poll.4.58, Hsch., del pulso ἀταξία τις ἢ ἀνωμαλία ... ἢ ἀ. Gal.11.25.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut de rythme ou de proportion.
Étymologie: ἄρρυθμος.
German (Pape)
ἡ, Mangel an Rhythmus, an Übereinstimmung, καὶ ἀναρμοστία Plat. Rep. III.401a.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρυθμία: ἡ отсутствие ритмичности, несогласованность, нескладность Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρυθμία: ἡ, ἔλλειψις ῥυθμοῦ ἢ συμμετρίας, Πλάτ. Πολ. 401Α.
Greek Monolingual
η (AM ἀρρυθμία) άρρυθμος
η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας.
Greek Monotonic
ἀρρυθμία: ἡ, έλλειψη ρυθμού ή συμμετρίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from ἄρρυθμος
want of rhythm or proportion, Plat.