ἀρρυθμία

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρυθμία Medium diacritics: ἀρρυθμία Low diacritics: αρρυθμία Capitals: ΑΡΡΥΘΜΙΑ
Transliteration A: arrythmía Transliteration B: arrythmia Transliteration C: arrythmia Beta Code: a)rruqmi/a

English (LSJ)

ἡ, want of rhythm or proportion, Pl.R. 401a.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρυσμίη Hsch.
ausencia de ritmo regular o proporción, arritmia ἀ. καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a, μετὰ ἀρρυθμίας τε καὶ ἀχαριστίας Pl.R.411e, δι' ἀρρυθμίαν τοῦ σχήματος D.61.12, τοῦ μήκους ἡ ἀ. Luc.Salt.27, ἀσυμφωνία καὶ ἀ. Meth.Porph.1.9, cf. Poll.4.58, Hsch., del pulso ἀταξία τις ἢ ἀνωμαλία ... ἢ ἀ. Gal.11.25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut de rythme ou de proportion.
Étymologie: ἄρρυθμος.

German (Pape)

ἡ, Mangel an Rhythmus, an Übereinstimmung, καὶ ἀναρμοστία Plat. Rep. III.401a.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρυθμία:отсутствие ритмичности, несогласованность, нескладность Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρυθμία: ἡ, ἔλλειψις ῥυθμοῦ ἢ συμμετρίας, Πλάτ. Πολ. 401Α.

Greek Monolingual

η (AM ἀρρυθμία) άρρυθμος
η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας.

Greek Monotonic

ἀρρυθμία: ἡ, έλλειψη ρυθμού ή συμμετρίας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from ἄρρυθμος
want of rhythm or proportion, Plat.