σφαγιασμός

Revision as of 18:25, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

English (LSJ)

ὁ, slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγιασμός:заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.

Greek Monotonic

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.

Middle Liddell

σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.

German (Pape)

ὁ, das Schlachten, Opfern; Eur. El. 200; Plut. Ages. 6.