πανταρκής

Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ές, all-powerful, βασιλεύς A.Pers.855 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 462] ές, Allen helfend, Aesch. Pers. 841; Hesych. erkl. πᾶσι βοηθός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit à tous ; qui vient au secours de tous.
Étymologie: πᾶν, ἀρκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανταρκής -ές [πᾶς, ἀρκέω] almachtig:. π. βασιλεύς almachtige koning Aeschl. Pers. 855.

Russian (Dvoretsky)

πανταρκής: оказывающий всяческую помощь, т. е. всемогущий (βασιλεύς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πανταρκής: -ές, πανίσχυρος, «ὁ πᾶσιν αὐταρκῶν» (Ἡσύχ.), βασιλεὺς Αἰσχύλ. Πέρσ. 855.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που κυριαρχεί σε όλους, πανίσχυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].

Greek Monotonic

πανταρκής: -ές (ἀρκέω), πάρα πολύ δυνατός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

παντ-αρκής, ές ἀρκέω
all-powerful, Aesch.