ἀπαράμυθος

Revision as of 10:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, = ἀπαραμύθητος (not to be persuaded, not to be entreated, inexorable, incorrigible, comfortless, not admitting consolation, inconsolable), inexorable, κέαρ A. Pr. 185 (lyr.) ; restive, ὄμμα πωλικόν E. IA 620. [In A. απ- metri gr.]

Spanish (DGE)

(ἀπαράμῡθος) -ον
• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.

German (Pape)

[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: , παραμυθέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράμῡθος:
1 неумолимый, непреклонный (κέαρ Aesch. - с ᾱπ-);
2 неуспокоенный, пугливый (ὄμμα πωλικόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].

Greek Monolingual

-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.

Greek Monotonic

ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= απαραμύθητος]
inexorable, Aesch.