ἀτράπεζος
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, (τράπεζα) unsocial, Man.4.563.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no tiene mesa o comida ὁ ξένος καὶ ἄστεγος καὶ ἀ. τῶν τὰ πάντα ἐχόντων πλουσιώτερος ἦν Gr.Nyss.Ep.17.14.
2 insociable Man.4.563.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans table, sans nourriture;
2 qui se tient à part de la table commune, insociable.
Étymologie: ἀ, τράπεζα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτράπεζος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἄνευ τραπέζης, τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καὶ ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης, γυμνός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) ἀκοινώνητος, ἀλλόφρων, δύσμικτος… ἀτράπεζος Μανέθ. 4. 563.
Greek Monolingual
ἀτράπεζος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει τραπέζι
2. ο ακοινώνητος.