νηκηδής

Revision as of 12:36, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ές, careless, f.l. in Epic. ap. Pl.Smp.197c.

German (Pape)

ές, sorgenlos, Conj. Dindorfs in den Versen bei Plat. Symp. 197c.

Russian (Dvoretsky)

νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v.l. ἐνὶ κήδει).

Greek (Liddell-Scott)

νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.

Greek Monolingual

νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. α-κηδής].